- γρουσουζεύω
- γρουσουζεύω, γρουσούζεψα βλ. πίν. 17
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
γλωσσοτρώ(γ)ω — γλωσσόφαγα 1. κακολογώ, δυσφημώ κάποιον: Τον γλωσσόφαγε με τα αρνητικά της σχόλια. 2. μιλώ με φθόνο για τις επιτυχίες κάποιου και τον γρουσουζεύω: Τη γλωσσόφαγε η γειτονιά μόλις κέρδισε το λαχείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)